ωχριώ

ωχριώ
ωχριώ και ωχριάω ωχρίασα
1. γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω.
2. χάνω την αίγλη μου, υστερώ, επισκιάζομαι: Η κακία του ωχριά μπροστά στην κακία της γυναίκας του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωχριώ — ὠχριῶ, άω, ΝΜΑ γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι]» μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ωχριώ — ωχριώ, ωχρίασα βλ. πίν. 71 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὠχριῶ — ὠχριάω to be pallid imperf ind mp 2nd sg ὠχριάω to be pallid pres imperat mp 2nd sg ὠχριάω to be pallid pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὠχριάω to be pallid pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὠχριάω to be pallid imperf ind mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωχριώ — άω, Μ [ὠχριῶ] ωχριώ, χλομιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… …   Dictionary of Greek

  • κατωχριώ — κατωχριῶ, άω (ΑΜ) [ωχριώ] γίνομαι κάτωχρος …   Dictionary of Greek

  • υπωχριώ — άω, Μ είμαι λίγο ωχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὠχριῶ (< ὠχρός)] …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • χλομιάζω — και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός] 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του») 2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω 3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

  • χλωρίζω — ΜΑ [χλωρός] έχω πρασινωπό χρώμα μσν. 1. ωχριώ, κιτρινίζω («χλωρίζειν ὑπὸ δέους», Νικ. Χων.) 2. μτφ. θάλλω, ανθώ, ακμάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”